προγούλι

προγούλι
το, Ν
δίπλες τού δέρματος κάτω από το πιγούνι, αλλ. ακρογούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γούλα (Ι) «οισοφάγος» (πρβλ. ακρο-γούλι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακρογούλι — το το προγούλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + γούλα] …   Dictionary of Greek

  • γκερντάνι — το 1. βλ. γιορντάνι 2. προγούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»] …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”